τριηράρχημα

τριηράρχημα
τὸ, Α [τριηραρχῶ]
1. η δαπάνη τής τριηραρχίας
2. το υπό τον τριήραρχο πλήρωμα ναυτών («οὔτε γὰρ τῷ τριηραρχήματι οὔτε τοῑς ἐπιβάταις καὶ τῇ ὑπηρεσίᾳ χρήσοιτο», Δημοσθ.)
3. (στην αρχ. Αίγυπτο) φόρος ο οποίος προοριζόταν για τη συντήρηση πλοίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τριηράρχημα — expense of the neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριηραρχήματι — τριηράρχημα expense of the neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριηραρχήματος — τριηράρχημα expense of the neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”